Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

A & R

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌeɪənˈɑːr/

Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο a παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: A | & | R

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
A,
a
n
(first letter of alphabet) (λατινικό αλφάβητο)a ουσ ουδ άκλ
  (ελληνικό αλφάβητο)α, άλφα ουσ ουδ άκλ
 There are two a's in the name "Anna".
 Το όνομα «Άννα» έχει δύο άλφα.
a,
an
indef art
(indefinite article)ένας, μία/μια, ένα αόρ άρθ
Σχόλιο: "an" is used before a vowel sound
Σχόλιο: Ο τύπος «μία» προτιμάται, όταν πρέπει να δοθεί έμφαση στη χρήση του όρου ως αριθμητικού.
 There's a monster under my bed.
 Tania is eating an ice cream.
 Υπάρχει ένα τέρας κάτω από το κρεβάτι μου.
a,
an
indef art
([sth] hypothetical, non-specific) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
Σχόλιο: "an" is used before a vowel sound
Σχόλιο: Προτιμάται ο πληθυντικός.
 I like a challenge.
 Μου αρέσουν οι προκλήσεις.
a n (one: before a number)ένας, μία/μια, ένα αόρ άρθ
Σχόλιο: Συνήθως δε μεταφράζεται, π.χ. Πρέπει να έχει γύρω στα χίλια βιβλία. Η μετάφραση χρησιμοποιείται όταν ακολουθεί περιληπτικό αριθμητικό (βλ. πρόταση παραγείγματος).
 He must have a thousand books.
 I've just won a million pounds!
 Πρέπει να έχει ένα εκατομμύριο βιβλία. // Μόλις κέρδισα ένα εκατομμύριο λίρες!
a,
an
indef art
(person called)ένας, κάποιος αντων
Σχόλιο: "an" is used before a vowel sound
 A Mr Smith asked to speak to you.
 There's an Eleanor on the phone for you.
a,
an
prep
(per, every, each)ανά πρόθ
  τον, την, το ορ αρθ
  κατά, κάθε πρόθ
Σχόλιο: "an" is used before a vowel sound
 The speed limit in residential areas is 30 miles an hour.
 Music lessons cost one hundred dollars an hour.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
A n (grade) (δημοτικό)Α ουσ ουδ ακλ
  10 ουσ ουδ ακλ
  (γυμνάσιο, λύκειο)20 ουσ ουδ ακλ
 I got an "A" in my history test.
 Πήρα Α στο τεστ ιστορίας.
 Πήρα 20 στο τεστ ιστορίας.
A n (music: note) (νότα)Α ουσ ουδ άκλ
  (στην Ελλάδα)Λα ουσ ουδ άκλ
 The song begins on an A.
a,
A
n
(music: key)λα ουσ ουδ άκλ
  (μουσική γραφή)Α ουσ ουδ άκλ
 They're playing Grieg's piano concerto in A-minor tonight.
A n (blood type) (ομάδα αίματος)Α ουσ ουδ άκλ
 My blood type is A.
a,
A
n
(indicating a subdivision) (δηλωτικό υποκατηγορίας)α ουσ ουδ άκλ
 What's the answer to question 3a?
A n (indicating house number) (διεύθυνση κτηρίου)Α ουσ ουδ άκλ
 Who lived at 221A Baker Street?
 Ποιος έμενε στην Οδό Μπέικερ 221Α;
a,
A
n
abbreviation (answer) (σντμ: απάντηση)Α, Απ. ουσ θηλ άκλ
 Q: Who wrote "Hamlet"? A: William Shakespeare.
a prefix (adjective: not, without)α- α' συνθετικό
 For example: apolitical, arrhythmia
a prefix (on, towards)σε πρόθ
  προς πρόθ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Σε ορισμένες περιπτώσεις αποδίδεται με ένα επίρρημα, ενώ σε άλλες αποδίδεται περιφραστικά, πχ προς τα πίσω, στην άκρη κλπ.
 For example: aback, aside
a prefix (adjective: in the state of) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
Σχόλιο: Αποδίδεται με διαφορετικούς τρόπους. Παρατίθενται ενδεικτικά ορισμένα παραδείγματα.
 For example: afire, asleep
 Για παράδειγμα: καίγομαι, κοιμάμαι
 Για παράδειγμα: έχω πάρει φωτιά, με έχει πάρει ο ύπνος
 Για παράδειγμα: φλεγόμενος, κοιμώμενος
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
24 hours,
24 hours a day,
twenty-four hours,
twenty-four hours a day
expr
(all day, night)24 ώρες, 24 ώρες το 24ωρο έκφρ
  σε εικοσιτετράωρη βάση έκφρ
 The convenience store is open 24 hours a day.
à bas (French: down with)κάτω επίρ
Σχόλιο: Σε φράσεις/συνθήματα, π.χ. «κάτω η κυβέρνηση».
A bird in the hand is worth two in the bush. expr (Don't risk what you have.)κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι έκφρ
 I'm told I can do better if I keep looking for opportunities, but I'll stay at this job for now; after all, a bird in the hand is worth two in the bush.
a bit adv UK, informal (a little)λίγο, λιγουλάκι επίρ
  (μεταφορικά)ελαφρώς επίρ
 Run around a bit and you'll soon warm up.
 Τρέχα λίγο και σύντομα θα ζεσταθείς.
a bit adv UK, informal (slightly)ελαφρώς επίρ
 It's a bit cold in here!
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είμαι ελαφρώς ξενυχτισμένη και αυτό επηρεάζει την απόδοσή μου στη δουλειά.
a bit much expr (excessive, intolerable)λίγο πολύ φρ ως επίρ
  υπερβολικό επίρ
  κάπως υπερβολικό φρ ως επίρ
a bit of a mess n UK, informal (chaotic)μπλεγμένος, μπερδεμένος μτχ πρκ
  (καθομιλουμένη)χάλι, μπάχαλο ουσ ως επίθ
  ψιλοχάλια, ψιλομπάχαλο επίρ
 His love life's a bit of a mess.
a bit of a mess n informal (difficult situation)σε άσχημη κατάσταση περίφρ
  (καθομιλουμένη)χάλια επίρ
 To say that the economy is in a bit of a mess is putting it mildly.
a bit of a mess n informal (place: untidy) (καθομιλουμένη, προφορικό: γίνεται)χαμός, ψιλοχαμός ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη, προφορικό)χάλια, ψιλοχάλια επίρ
  (καθομιλουμένη, προφορικό)μπάχαλο, ψιλοχάος ουσ ουδ
  (μεταφορικά)άνω-κάτω επίρ
 My house is a bit of a mess, but please come in.
 Γίνεται χαμός στο σπίτι μου, αλλά πέρασε μέσα.
 Το σπίτι μου είναι χάλια (or: ψιλοχάλια), αλλά πέρασε μέσα.
 Το σπίτι μου είναι μπάχαλο (or: ένα ψιλοχάος), αλλά πέρασε μέσα.
 Το σπίτι μου είναι άνω-κάτω, αλλά πέρασε μέσα.
a bit thick adj (substance: not runny)λίγο πηχτός, λίγο παχύρρευστος επίρ + επίθ
Σχόλιο: Το επίρρημα "λίγο" μπορεί να αντικατασταθεί από οποιοδήποτε επίρρημα ανάλογης σημασίας, π.χ. κάπως, ελαφρώς, λιγάκι κ.ά.
 The gravy seems a bit thick; I can stand a spoon in it!
a bit thick adj UK, figurative, pejorative, slang (person: not intelligent) (μτφ, καθομ, προσβλ)λίγο αργός επίθ
  (αργκό, προσβλητικό)τα ζώα μου αργά έκφρ
  χαζούλης επίθ
 He's a bit thick, but really nice all the same.
a bit thick adj informal (person, physique: not thin)λίγο παχύς, κάπως παχύς επίρ + επίθ
  παχουλός επίθ
 He's a bit thick through the waist.
a bit thin adj (substance: too runny)λεπτούλης επίθ
 The gravy seems a bit thin, so I think I'll add some more flour to thicken it up.
a bit thin adj informal, figurative (resources: limited) (μεταφορικά)περιορισμένος, λιγοστός επίθ
 My budget is a bit thin, so I won't be going to Africa this year.
 Ο προϋπολογισμός είναι κάπως περιορισμένος, έτσι δεν θα πάω στην Αφρική φέτος.
a bit too adv informal (overly)υπερβολικά επίρ
  πάρα πολύ φρ ως επίρ
  (επίσημο)υπέρμετρα επίρ
 His hair was a bit too long for me.
 She seemed a bit too calm; something must be wrong.
 Τα μαλλιά του ήταν υπερβολικά μακριά για μένα. // Έμοιαζε υπερβολικά ήρεμη. Μάλλον κάτι δεν πάει καλά.
a bite to eat n informal (snack)σνακ ουσ ουδ άκλ
  μεζεδάκι ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)μεζεκλίκι ουσ ουδ
  (μεταφορικά)μια μπουκιά άρθ ορ + ουσ θηλ
a cappella adv Italian (sing: without instruments) (ξενικό, άκλιτο)α καπέλα φρ ως επίρ
 The piece is usually orchestral but they performed it a cappella.
 Αυτό το κομμάτι είναι συνήθως ορχηστρικό, αλλά το εκτέλεσαν α καπέλα.
a cappella adj Italian (singing: no instruments) (ξενικό, άκλιτο)α καπέλα φρ ως επίθ
 Gregorian chant is usually a cappella singing.
 Οι Γρηγοριανοί ύμνοι είναι συνήθως τραγούδια α καπέλα.
a certain amount of [sth] n (modicum, small quantity)κάποιος βαθμός περίφρ
  κάποιος επίθ
  λίγο επίρ
  ένας κάποιος έκφρ
 You need to use a certain amount of caution when using that product.
 Χρειάζεται μια κάποια προσοχή κατά τη χρήση αυτού του προϊόντος.
a certain amount of [sth] n (specified quantity)ορισμένη ποσότητα, συγκεκριμένη ποσότητα περίφρ
  ορισμένο ποσό, συγκεκριμένο ποσό περίφρ
à cheval (French: by horse)έφιππος επίθ
  με άλογο περίφρ
a chip off the old block n informal, figurative (person: like parent) (καθομιλουμένη)σόι πάει το βασίλειο έκφρ
  το μήλο κάτω απ΄ τη μηλιά θα πέσει έκφρ
  κατά μάνα κατά κύρη έκφρ
  κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα έκφρ
 He'll be a womanizer just like his father; he's a chip off the old block.
a crumb of comfort n figurative (small consolation)μια μικρή παρηγοριά έκφρ
  λίγη παρηγοριά επίθ + ουσ θηλ
a cut above [sth/sb] prep (superior to)μια κλάση πάνω εκφρ
 He is a cut above the rest.
 Είναι μια κλάση πάνω από τους υπόλοιπους.
a cut above expr informal (superior)ανώτερος επίθ
  καλύτερος επίθ
 This restaurant is definitely a cut above; they have embroidered tablecloths.
a dab hand n informal (skilled person)καλός επίθ
  επιδέξιος, ικανός επίθ
  (καθομιλουμένη)που το έχει με κτ έκφρ
 Could you help me roll this pastry? I hear you're a dab hand in the kitchen.
a dab hand at [sth] n informal (person skilled at [sth])καλός σε κτ έκφρ
  επιδέξιος σε κτ, ικανός σε κτ έκφρ
  (καθομιλουμένη)που το έχει με κτ έκφρ
 My sister's coming to put up some shelves for me. She's a dab hand at DIY.
a dear n informal (kind, sweet person) (σε παιδί)σαν καλό παιδί έκφρ
  (γενικά)έχω την καλοσύνη έκφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 Be a dear and pass me my medicine, will you?
 Θα μου φέρεις τα φάρμακά μου σαν καλό παιδί που είσαι;
 Έχεις την καλοσύνη να μου φέρεις τα φάρμακά μου;
à deux adv Gallicism (involving two people) (π.χ. δείπνο για δύο)για δύο φρ ως επίρ
  οι δυο μας φρ ως επίρ
  (καθομιλουμένη)τα δυο μας φρ ως επίρ
a different kettle of fish,
another kettle of fish
n
figurative, informal (entirely different matter, thing)εντελώς διαφορετικός φρ ως επίθ
  (καθομιλουμένη)άλλος επίθ
  καμία σχέση έκφρ
a dime a dozen (US),
ten a penny (UK)
adj
figurative, informal (common) (μεταφορικά)με το τσουβάλι εκφρ
  ένας σωρός έκφρ
 In Hollywood, aspiring young actresses are a dime a dozen.
 Στο Χόλιγουντ, βρίσκεις νέους φιλόδοξους ηθοποιούς με το τσουβάλι.
a dozen or so adj informal (around 12)περίπου μία ντουζίνα επίθ
 Can you please bring me back a dozen or so eggs from the grocery store?
 Μπορείς να μου φέρεις περίπου μια ντουζίνα αυγά από το κατάστημα;
a drop in the bucket n US, informal, figurative (amount: trivial)σταγόνα στον ωκεανό έκφρ
 The U.S. needs to redevelop passenger rail; Amtrak funding is just a drop in the bucket.
 Οι ΗΠΑ πρέπει να αναπτύξουν εκ νέου τους επιβατικούς σιδηρόδρομους· η χρηματοδότηση της Amtrak είναι απλώς σταγόνα στον ωκεανό.
a drop in the bucket n US, informal, figurative ([sth]: inconsequential)ασήμαντος, αδιάφορος ουσ αρσ
a drop in the ocean (UK),
a drop in the bucket (US)
n
figurative, informal, UK (amount: trivial) (μεταφορικά)σταγόνα στον ωκεανό έκφρ
 The money I give to charity is a drop in the ocean compared to some people.
 Τα χρήματα που δίνω σε φιλανθρωπίες είναι σταγόνα στον ωκεανό σε σύγκριση με κάποιους άλλους.
a drop in the ocean n figurative, informal, UK ([sth], [sb]: inconsequential) (καθομιλουμένη: μπροστά σε κτ)τίποτα ουσ ουδ άκλ
 I am just a drop in the ocean of many dozens of candidates vying for this job.
be a far cry from [sth] expr informal (very different from)που είναι πολύ διαφορετικός από κτ περίφρ
  (λόγιο)που απέχει παρασάγγας από κτ, που απέχει παρασάγγες από κτ, που πόρρω απέχει από κτ έκφρ
  (καθομιλουμένη)που δεν έχει καμία σχέση με κτ περίφρ
 Life in Canada is a far cry from what she's used to in Haiti.
 Η ζωή στον Καναδά είναι πολύ διαφορετική από αυτή που είχε συνηθίσει στην Αϊτή.
 Η ζωή στον Καναδά απέχει παρασάγγας από αυτή που είχε συνηθίσει στην Αϊτή.
 Η ζωή στον Καναδά δεν έχει καμία σχέση με αυτή που είχε συνηθίσει στην Αϊτή.
a fate worse than death n figurative (terrible misfortune) (μοίρα, κατάσταση)χειρότερος και από θάνατο περίφρ
  (μτφ: κάτι που δεν θέλω)καταδίκη ουσ θηλ
  (σε σύγκριση)καλύτερα να πέθαινα, καλύτερα νεκρός περίφρ
a fate worse than death n euphemism, obsolete (loss of virginity) (απώλεια παρθενίας)βιασμός ουσ αρσ
a feather in your cap n figurative (achievement) (μεταφορικά)άλλο ένα παράσημο στο πέτο μου φρ ως ουσ ουδ
a few bob n UK, slang, dated (money: small sum) (καθομ: χρήματα)λίγα ψιλά, κάτι ψιλά επίθ + ουσ ουδ πλ
 I gave a few bob to the kid next door; he helped me wash the car.
a few bob n UK, slang (money: quite a lot)αρκετά χρήματα επίθ + ουσ ουδ πλ
  πολλά χρήματα επίθ + ουσ ουδ πλ
 That couple have a big house and a nice car; they must be worth a few bob.
a few times adv (on several occasions)μερικές φορές επίθ + ουσ θηλ
 That boy has come over a few times and always behaved himself.
a few times adv (with several repetitions)μερικές φορές επίθ + ουσ θηλ
 After you do it a few times it doesn't seem so terrible.
a few too many expr (an excessive number of)υπερβολικά πολύς επίρ + επίθ
  παραπάνω απ' ότι πρέπει περίφρ
  υπερβολικά επίρ
 This has happened a few too many times now. It has to stop.
a fine mess n informal (situation: awkward)δύσκολη κατάσταση επίθ + ουσ θηλ
  δύσκολη θέση επίθ + ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)μπάχαλο, μπέρδεμα ουσ ουδ
 The lies we told got us into a fine mess when everyone found out the truth.
 Now you've done it! Look at the fine mess you've gotten us into.
 Τα ψέμματα που είπαμε μας έφεραν σε δύσκολη θέση όταν έμαθαν όλοι την αλήθεια.
a fish out of water n figurative ([sb] in unfamiliar place, situation) (μεταφορικά)ψάρι έξω από το νερό έκφρ
 Although a fantastic football player, he was a fish out of water on the golf course.
a fortiori adv Latin (argument: stronger reason)κατά μείζονα λόγο φρ ως επίρ
A friend in need is a friend indeed. expr ([sb] who helps is real friend)Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται. έκφρ
 When I was sick you certainly proved the old saying, "A friend in need is a friend indeed."
a good innings n UK, informal, figurative (long life)μακροζωία, μακροβιότητα ουσ θηλ
 He was 96 when he died. That's a good innings!
a great deal,
a good deal
n
(bargain)καλή ευκαιρία επίθ + ουσ θηλ
  ευκαιρία ουσ θηλ
 I chose the car because it was reliable and a great deal.
 Επέλεξα το αυτοκίνητο, καθώς ήταν αξιόπιστο και καλή ευκαιρία.
a great deal,
a good deal
n
(much, large amount)πολλά επίθ ως ουσ
 I have a great deal to accomplish before the end of the semester.
 Έχω να πετύχω πολλά πριν τελειώσει το εξάμηνο.
a great deal of [sth],
a good deal of [sth]
expr
(large amount of [sth])μεγάλος επίθ
  πολύς επίθ
 Her presidential campaign had a great deal of success at the local level.
 Η προεδρική της καμπάνια είχε μεγάλη επιτυχία σε τοπικό επίπεδο.
a great deal,
a good deal
adv
(greatly, very much)πολύ επίρ
  ιδιαίτερα επίθ
 I value your input a great deal.
 Εκτιμώ πολύ τη βοήθειά σου.
a great deal,
a good deal
adv
(considerably)πολύ επίρ
 I'm feeling a great deal better since I ate some soup.
 Νιώθω πολύ καλύτερα, αφότου έφαγα λίγη σούπα.
a great deal of effort,
a good deal of effort
n
(a lot of work)μεγάλη προσπάθεια επίθ + ουσ θηλ
  υπέρ-προσπάθεια ουσ θηλ
 I put a great deal of effort into this project, and I was really offended when management ignored it.
a great one for doing [sth] n informal (person: does [sth] frequently)που συνηθίζει να κάνει κάτι περίφρ
  (ανεπίσημο)που το 'χει με κτ περίφρ
 He's a great one for telling stories.
a great time n informal (fun, enjoyment) (διασκέδαση)πολύ καλά φρ ως επίρ
  περίφημα, υπέροχα επίρ
 Thanks so much for inviting me; I had a great time!
a hairbreadth away (US),
a hair's breadth away (UK)
expr
figurative (very close) (καθομιλουμένη)ένα τσικ φρ ως επίρ
  τόσο δα φρ ως επίρ
  πολύ λίγο φρ ως επίρ
 The house that I bought was a hair's breadth away from the sea.
a hard one n informal ([sb] difficult) (καθομιλουμένη)δύσκολη περίπτωση επίθ + ουσ θηλ
  δύσκολος επίθ
 Mark is a hard one; you never know what he is thinking.
a hard one n informal ([sb] cold, severe) (μεταφορικά)δύσκολος επίθ
  σκληρός επίθ
 The boss is a hard one; he is very strict.
a heartbeat away from [sth] expr US, figurative (very close)σε απόσταση αναπνοής από κτ εκφρ
  πολύ κοντά σε κτ έκφρ
 I'm sure you're only a heartbeat away from success now.
a heartbeat away adv US, figurative (very close)σε απόσταση αναπνοής από κτ εκφρ
  πολύ κοντά σε κτ έκφρ
  (μεταφορικά)δυο βήματα από κτ έκφρ
  (μεταφορικά, καθομιλουμένη)δυο τσιγάρα δρόμος από κτ έκφρ
a hint of irony n (slight sarcasm)μια δόση ειρωνείας φρ ως ουσ θηλ
a job well done n (task that is performed well)καλή δουλειά, εξαιρετική δουλειά επίθ + ουσ θηλ
 Congratulations on a job well done!
a la,
à la
adv
Gallicism (in the style of)α λα επίρ
  σαν επίθ
 He swears a lot when he's angry, a la Gordon Ramsay.
 Βρίζει πολύ όταν είναι θυμωμένος, α λα Γκόρντον Ράμσεϊ.
 Βρίζει πολύ όταν είναι θυμωμένος, σαν τον Γκόρντον Ράμσεϊ.
à la carte adv French (ordering dishes: individually)αλακάρτ επίρ
  (πιο απλά)από το μενού, από τον κατάλογο περίφρ
 Rather than choosing the set lunch, she decided to order à la carte.
 Αντί να επιλέξει το προκαθορισμένο μεσημεριανό γεύμα, αποφάσισε να παραγγείλει από τον κατάλογο.
à la carte adj French (menu items: priced individually)από τον κατάλογο, από το μενού περίφρ
 The restaurant offers a wide selection of à la carte menu items.
 Το εστιατόριο προσφέρει ευρεία επιλογή πιάτων από τον κατάλογο.
à la carte adv figurative, French (choosing, buying: individually)κατ' επιλογή φρ ως επίρ
  (όχι όλα μαζί)ξεχωριστά επίρ
  ένα ένα φρ ως επίρ
 Customers can download songs à la carte.
 Η πελάτες μπορούν να κατεβάσουν τραγούδια κατ' επιλογή.
à la carte adj figurative, French (can be purchased individually)κατ' επιλογή φρ ως επίρ
  κατ' επιλογήν φρ ως επίθ
 The website allows people to make à la carte purchases.
 Ο ιστότοπος δίνει τη δυνατότητα στον κόσμο να πραγματοποιήσει αγορές κατ' επιλογή.
 Σε αυτό τον ιστότοπο υπάρχει η δυνατότητα κατ' επιλογήν αγορών.
a la mode,
à la mode
adj
Gallicism (fashionable, in fashion)μοδάτος, μοντέρνος επίθ
  της μόδας έκφρ
 Animal print is very a la mode right now.
a la mode,
à la mode,
alamode
adj
US, Gallicism (with ice cream)με παγωτό επίθ
 I ordered a piece of pie a la mode.
 Παρήγγειλα ένα κομμάτι πίτας με παγωτό.
A level n UK, often plural (Advanced level: exam)απολυτήριες εξετάσεις επίθ + ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 Graham failed all his A levels so was unable to get into university.
A level n UK, usually plural (pass in Advanced level exam)μη διαθέσιμη μετάφραση
 Sue left school with three A levels.
a little adj (small amount)λίγος επίθ
 I just want a little salt on my potatoes.
 Θέλω μόνο λίγο αλάτι στις πατάτες μου.
a little adv (slightly)λίγο επίρ
  (επίσημο)ελαφρώς επίρ
  (καθομιλουμένη)λιγάκι επίρ
 She was a little angry with me.
 The doctor says your blood pressure is a little high.
 Ήταν λίγο θυμωμένη μαζί μου.
 Ο γιατρός λέει ότι η πίεση του αίματός σου είναι ελαφρώς ανεβασμένη.
a little n (a small amount)λίγος επίθ
 Chocolate? I'll just have a little.
 Σοκολάτα; Θα πάρω λίγη μόνο.
a little n (short time)λίγο, λιγάκι επίρ
 I'll be there in a little.
 Θα είμαι εκεί σε λιγάκι.
a little bit n informal (small amount)λίγο, λιγάκι επίθ
  (καθομιλουμένη)λιγουλάκι επίθ
 There wasn't enough salt in the soup so I added a little bit. Could I please have a little bit of cheese?
 Η σούπα δεν είχε αρκετό αλάτι, οπότε πρόσθεσα λιγάκι. Μπορώ να έχω λίγο τυρί παρακαλώ;
a little bit adv informal (slightly)ελαφρώς, κάπως επίρ
 I'm just a little bit dizzy. It was a little bit cheeky of me to ask … but I asked anyway.
 Είμαι ελαφρώς ζαλισμένος. Ήταν κάπως αγενές εκ μέρους μου να ρωτήσω... αλλά ρώτησα, όπως και να' χει.
a little more n (a small additional quantity)λίγο παραπάνω, λίγο ακόμη, λίγο ακόμα περίφρ
 I already added salt to the potatoes, but I think they could use a little more.
a little more adj (slightly more)λίγο ακόμη, λίγο ακόμα περίφρ
 May I have a little more tea, please?
a little more adv (for a short while longer)για λίγο ακόμη, για λίγο ακόμα περίφρ
  λίγο ακόμη, λίγο ακόμα περίφρ
 The girl asked her mother if she could continue playing outside a little more.
a little more adv (slightly more often)λίγο πιο συχνά περίφρ
 You need to exercise a little more if you want to get fit.
a little thing n informal ([sth] trivial)ασήμαντος, αδιάφορος ουσ αρσ
 I know it's just a little thing, but I find the constant tapping of your foot annoying.
 Ξέρω ότι είναι κάτι το ασήμαντο, αλλά με ενοχλεί το ότι χτυπάς συνεχώς το πόδι σου στο πάτωμα.
a load of n informal (great quantity)πολύς επίθ
 I'll cook up a load of chicken legs and we can take them on our picnic.
a load n informal (great quantity)πολλά ουσ ουδ
 Jess has taught me a load about computer coding.
a long time adv (a considerable period)πολύς καιρός ουσ αρσ
  μεγάλο χρονικό διάστημα ουσ ουδ
 It's a long time since we last met.
 Πάει πολύς καιρός από τότε που βρεθήκαμε για τελευταία φορά.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Λείπει από τη δουλειά για μεγάλο χρονικό διάστημα.
a long time ago adv (in the distant past)πριν από πολύ καιρό, πολύ παλιά, εδώ και πολύ καιρό φρ ως επίρ
 A long time ago, my ancestors settled in this land.
a long way down adv (far below)πολύ πιο κάτω περίφρ
 It's a long way down from the top of the cliff.
a long way down prep (a significant distance along)πολύ πιο μακριά, πολύ πιο πέρα, πολύ παραπέρα περίφρ
  (μεταφορικά)πολύ πιο κάτω περίφρ
 The climber fell a long way down the mountain, but luckily landed in deep snow.
a long way off adv (in the distance)μακριά επίρ
  (ποιητικό)αλάργα επίρ
 A long way off, you could just see the lights from a distant village.
a long way off adv (distant, far away)μακριά επίρ
  (ποιητικό)αλάργα επίρ
 Those birds are swimming a long way off shore, so you'll need a telescope to see them.
a long way off adv US, colloquial (in the distant future)στο μέλλον, μελλοντικά επίρ
 My sixtieth birthday is still a long way off.
a long way to go expr (much effort still needed)χρειάζεται πολλή προσπάθεια ακόμη έκφρ
  (μεταφορικά)έχω ακόμα δρόμο μπροστά, έχω δρόμο ακόμα εκφρ
 Brad did well on the quiz, but he has a long way to go before he passes the class.
a long while n (considerable period of time)πολύς καιρός επίθ + ουσ αρσ
  καιρός ουσ αρσ
 It's been a long while since I played golf.
a lot more n (greater amount)πολύ περισσότερος επίρ + επίθ
 A banker makes a lot more than a teacher.
 Ένας τραπεζίτης βγάζει πολύ περισσότερα από έναν καθηγητή.
a lot more n (greater number)πολύ περισσότερος επίρ + επίθ
 A few hundred is a lot more than a couple dozen.
 Μερικές εκατοντάδες είναι πολύ περισσότερο από δυο δωδεκάδες.
a lot more adj (in greater amount)πολύ περισσότερος επίρ + επίθ
 I need a lot more flour to make this dough.
a lot more adj (in greater number)πολύ περισσότερος επίρ + επίθ
 A lot more people are taking up cycling these days.
Επόμενα 100 Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση A & R στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «A & R».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!